χωματικός

χωματικός
-ή, -όν, Α [χῶμα, χώματος]
1. ο σχετικός με τα αναχώματα στις διώρυγες τού Νείλου («χωματικὰ ἔργα», πάπ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χωματικόν
φόρος για την συντήρηση τών αναχωμάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”